Πρόσφατα συζητούσα με μία φίλη και συνάδελφο για το αριστούργημα των παιδικών μας χρόνων, την ταινία «ο Βασιλιάς των Λιονταριών». Με προκάλεσε η συζήτηση γύρω από τα νοήματα της ταινίας και αποφάσισα να την ξαναδώ. Αυτή τη φορά από μία άλλη θέση, σε μία άλλη ηλικία. Και συνέβη κάτι καταπληκτικό. Ενώ γνωρίζω απ’ έξω σχεδόν όλους τους διαλόγους και τα τραγούδια, αυτή τη φορά είδα μία εντελώς διαφορετική ταινία!
Για αυτούς που δεν γνωρίζουν, η ταινία μιλάει για την ιστορία του Σίμπα, ενός μικρού λιονταριού, διαδόχου του βασιλείου των ζώων της Σαβάνας. Ο Σίμπα εξορίζεται μετά τη δολοφονία του πατέρα του από τον θείο του, ο οποίος πραξικοπηματικά παίρνει τη διακυβέρνηση και καταστρέφει την ισορροπία στο βασίλειο. Ο Σίμπα πρέπει να βρει τη θέση του στον κύκλο της ζωής.
Ξεφεύγοντας από το προφανές περιεχόμενο, έπιασα τον εαυτό μου να παρακολουθεί το εσωτερικό ταξίδι του ανθρώπου, ο οποίος ηττημένος από τραυματικές εμπειρίες, τις ενοχές και τους φόβους του, καλείται να επιστρατεύσει όλα τα κομμάτια του εαυτού του, για να αντέξει την σκληρή πραγματικότητα και σταδιακά να ξαναβρεί την ταυτότητά του, να ανακτήσει τη θέση του «βασιλιά» στη ζωή του, απαντώντας στα υπαρξιακά ερωτήματα «ποιος είμαι, που πάω και γιατί» .
Μετά τη δολοφονία του πατέρα του, ο Σίμπα θεωρώντας τον εαυτό του υπαίτιο, δραπετεύει από την πραγματικότητα, εξορίζεται από τον φόβο του (θείος Σκαρ) και τις ενοχές- ερινύες του (ύαινες). Αποκόβεται από την οικογένεια και τους φίλους του και άδειος, περιπλανιέται σε ένα ερημικό τοπίο. Καταβεβλημένος παραδίνεται στη μοναξιά του και στα βαριά συναισθήματά του. Εκεί, εμφανίζονται ο Τιμόν και ο Μπούμπα, δύο τυχοδιώκτες, ένα δίδυμο ανάλαφρο αλλά ταυτόχρονα πληγωμένο από τον κόσμο. Οι δύο αχώριστοι φίλοι προσκαλούν τον Σίμπα στη λήθη. «Να τα αφήνεις τα παλιά πίσω», «Όταν σου γυρνάν την πλάτη όλοι, γύρνα την διπλά κι εσύ, χαζέ!». Δεν είναι άλλοι από τις πανίσχυρες άμυνες της απώθησης και της άρνησης. Ενώ, με το “hakuna matata”, που στα Σουαχίλι σημαίνει «κανένα πρόβλημα», ο ήρωας ωραιοποιεί την συνθήκη, για να την αντέξει.
Η κατάσταση όμως στο «βασίλειό» του -με άλλα λόγια στον εσωτερικό του κόσμο- είναι σκοτεινή, παγωμένη, έρημη. Τα ζωντανά στοιχεία εγκαταλείπουν και μένουν ο φόβος και οι ενοχές να λυμαίνονται το κόσμο του .
Σε αυτό το σημείο επιστρατεύονται δύο σημαντικά κομμάτια εαυτού. Το Θαρραλέο (η παιδική φίλη του Νάλα), μία ενήλικη λέαινα-κυνηγός, που φεύγει προς αναζήτηση τροφής και βοήθειας, και το Σοφό κομμάτι του (ο γερο-Ραφίκι). Η Νάλα προσπαθεί να αφυπνίσει τον Σίμπα. Γκρεμίζοντας την ωραιοποίησή του, τον φέρνει μπροστά στην αθλιότητα, την ερημιά και τη στέρηση που επικρατεί μέσα του, μπροστά στην ευθύνη του να αναλάβει και να σώσει τον εαυτό του («Παίρνεις τις ευθύνες σου, γι’ αυτό!», -Σ:Μιλάς σαν τον πατέρα -Ν: Αφού δεν το κάνεις εσύ).
Το θαρραλέο κομμάτι αφήνει τον Σίμπα σε μία σύγχυση, μία εσωτερική σύγκρουση. Από τη μία ανημποριά, αδυναμία, ματαιότητα, «δεν αλλάζουν τα παλιά», από την άλλη ταραχή μετά την αποκάλυψη της πραγματικότητας. Δεν μπορεί να εθελοτυφλεί πια. Τότε, εμφανίζεται ο Σοφός εαυτός, ο γερο Ραφίκι, θέτει το ερώτημα «το θέμα είναι εσύ ποιος είσαι;» και τη σύνδεση με τις ρίζες,«Να βρε, του Μουφάσα το παιδί!».
Από αυτό το σημείο ξεκινάει η κατάδυση του ατόμου μέσα στον εαυτό προς αναζήτηση της ταυτότητάς του. Ένα ταξίδι σκοτεινό, δύσκολο, με αγκάθια και κλαδιά. Μια σπηλιά που πρέπει να την περπατήσει, παρά το φόβο του, για να βγει στο ξέφωτο, στη λίμνη, όπου θα κοιτάξει μέσα στο πραγματικό του είδωλο και θα μιλήσει με τον βαθύτερο εαυτό του. Εκεί ακριβώς που φυλάει την απάντηση στο κεντρικό πανανθρώπινο ερώτημα. Ακούει τη φωνή του πατέρα του να λέει: «Θυμήσου ποιος είσαι… θυμήσου ποιος είσαι».
Και όταν πια δει την αλήθεια του, τότε θα πρέπει να αποφασίσει αν θα κρυφτεί από το παρελθόν του ή θα το αντιμετωπίσει. Ο Σοφός εαυτός αναδεικνύει την αξία της αλλαγής και του πόνου που εμπεριέχει «τα παλιά πονάει δεν λέω, αλλά ή θα σου γίνει μάθημα ή την ξαναπατάς».
Έτσι, ο ήρωάς μας ξεκινάει να γυρίσει πίσω, να επιστρέψει στην πραγματικότητα που απέφευγε για χρόνια. Όμως δεν είναι πια μόνος στην πάλη με τον φόβο και το παρελθόν. Έχει μαζί όλα τα κομμάτια του. Τον Ανάλαφρο εαυτό, τον Θαρραλέο και τον Σοφό. Μέχρι τη στιγμή που θα μιλήσει για όλα αυτά που τον βαραίνουν και τον πονούν, που θα ξεγυμνωθεί και θα έρθει ενώπιος ενωπίω. Η παραδοχή των ενοχών του για τον θάνατο του πατέρα του μπροστά στη μητέρα και την αγέλη αποτελεί το μέγιστο άθλο. αυτό που φοβόταν και απέφευγε τόσα χρόνια. Τότε και μόνο τότε θα βρει τη δύναμη να πηδήξει και να ανατρέψει την μέχρι τώρα πορεία του, ώστε τελικά, να ανέβει στον Ιερό Βράχο, βασιλιάς, κύριος του εαυτού του και να επιτρέψει στη ζωή να επιστρέψει μέσα του.
Τελειώνοντας την ταινία ένιωσα ζεστασιά μέσα μου. Αναβίωσα την προσωπική θεραπευτική μου πορεία και έτσι αποφάσισα να το μοιραστώ μαζί σας. Για μένα κάπως έτσι μοιάζει το ψυχοθεραπευτικό ταξίδι και η πορεία προς την ενηλικίωση. Για εσας;